- ξυμμίξετον
- ξυμμί̱ξετον , συμμίγνυμιaor subj act 3rd dual (epic)ξυμμί̱ξετον , συμμίγνυμιaor subj act 2nd dual (epic)ξυμμί̱ξετον , συμμίγνυμιfut ind act 3rd dualξυμμί̱ξετον , συμμίγνυμιfut ind act 2nd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.